vacilación - ορισμός. Τι είναι το vacilación
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι vacilación - ορισμός


vacila      
sust. masc. vulgar
Individuo burlón, guasón, bromista.
vacilada      
sust. fem. fam.
México. Juerga, jolgorio.
vacilación      
vacilación f. Acción de vacilar o estado de vacilante.
Sin vacilaciones. *Abiertamente o *decididamente.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για vacilación
1. "Desperdiciarlo por inercia o vacilación es una negligencia imperdonable.
2. Esta orientación se ha mantenido sin vacilación alguna hasta el día de hoy y previsiblemente así seguirá sine die.
3. Encaróante una vacilación de la defensa tica y entrando solo frente al arquero remató esquinado para ampliar el marcador.
4. Tras alguna vacilación, en el PP se había impuesto la consigna de mirar adelante y abandonar los debates retrospectivos sobre el 11-M.
5. El poder intervino, sin embargo, tras unas semanas de vacilación, el 4 de junio de ese año, barriendo a sangre y fuego -unos cientos de manifestantes muertos- lo que consideraba una sublevación contra la dictadura, formalmente comunista.
Τι είναι vacila - ορισμός